- εξαγγελτος
- ἐξάγγελτος2сообщенный
ἐ. γενέσθαι Thuc. — быть узнанным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. γενέσθαι Thuc. — быть узнанным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξάγγελτος — ἐξάγγελτος, ον (Α) αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ἐξάγγελτος — told of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγέλτου — ἐξάγγελτος told of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτα — ἐξάγγελτος told of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτοι — ἐξάγγελτος told of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)